μειλίχιος

μειλίχιος
Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών και τους άλλους άθλους του. Στην ίδια τοποθεσία υπήρχε και ναός (Μειλιχιείον). Την 23η ημέρα κάθε Ανθεστηριώνα λάμβανε χώρα μία μυστηριακή γιορτή προς τιμή του Μ. με την ονομασία Διάσια. Η γιορτή αυτή ήταν μία από τις παλιότερες της Αττικής και περιελάμβανε νυχτερινές θυσίες προβάτων και χοίρων. Κανείς δεν δοκίμαζε τις προσφορές αυτές, οι οποίες καίγονταν ολοκληρωτικά στον βωμό (ολοκαύτωμα). Μετά τις θυσίες ακολουθούσε γιορτή με πένθιμο κυρίως χαρακτήρα, ενώ κατά την ελληνορωμαϊκή περίοδο πραγματοποιούνταν και φιλοσοφικοί αγώνες. Στη Μυωνία της Λοκρίδας υπήρχε άλσος και βωμός των Μειλιχίων θεών, καθώς ο Δίας δεν ήταν ο μόνος θεός που έφερε την επωνυμία αυτή. Μ. επονομαζόταν επίσης ο Διόνυσος στη Νάξο, επειδή προσέφερε στους κατοίκους της σύκα, που οι Νάξιοι τα ονόμαζαν μείλιχα. Τέλος, το ίδιο επώνυμο έφεραν η Αφροδίτη, η Αρμονία, η Τύχη και οι Μούσες.
* * *
-α, -ο (ΑM μειλίχιος, -ία, -ον και μειλίχιος, -ον, Α και μιλίχιος και δωρ. τ. μηλίχιος και μελίχιος, -ία, -ον)
1. (για πρόσωπα) προσηνής, ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, καταδεκτικός
2. (για λόγια) ήρεμος, πράος, γλυκός, καταπραϋντικός
αρχ.
1. επίθετο διαφόρων θεών, όπως τού Διός, τού Διονύσου και τής Αφροδίτης («ἔστι γὰρ καὶ Ἀθηναίοις Διάσια, ἃ καλεῑται Διὸς ἑορτὴ Μειλιχίου μεγίστη», Θουκ.)
2. μετανοημένος, μεταμελημένος
3. (για πηγή) αυτή που έχει δροσερό νερό
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλίχια
εξιλαστήριες προσφορές
5. (το ουδ. ως επίρρ.) μειλίχιον
με μειλίχιο, ήπιο, πράο τρόπο.
επίρρ...
μειλιχίως και μειλίχια (Α μειλιχίως)
με μειλίχιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλλος τ. τού μείλιχος με κατάλ. -ιος (για ετυμολ. βλ. μείλιχος). Ο τ. μιλίχιος προϊόν ιωτακισμού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μειλίχιος — gentle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίχιος — gentle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίχιος — α, ο ήπιος, γλυκός, πράος, γαλήνιος: Με κοίταξε με μειλίχια έκφραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειλιχίων — μειλίχιος gentle fem gen pl μειλίχιος gentle masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μειλιχίως — Μειλίχιος gentle adverbial Μειλίχιος gentle masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλιχίως — μειλίχιος gentle adverbial μειλίχιος gentle masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μειλίχιον — Μειλίχιος gentle masc/fem acc sg Μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίχιον — μειλίχιος gentle masc acc sg μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МЕЙЛИХИЙ —    • Μειλίχιος,          миролюбивый, милостивый,        1. прозвание Зевса искупителя, родственного с подземным Зевсом (χθόνιος) или Гадесом. В Афинах приносили ему в жертву свиней, которых совсем сжигали, как это делалось и при служении… …   Реальный словарь классических древностей

  • μειλιχίαις — μειλίχιος gentle fem dat pl μειλιχία gentleness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”